περικεκαλυμμένως

περικεκαλυμμένως
Α
επίρρ. με ολοκληρωτική, με πλήρη κάλυψη, τελείως κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικεκαλυμμένος, μτχ. μέσου παρακμ. τού περικαλύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικεκαλυμμένως — περικαλύπτω cover all round perf part mp masc acc pl (doric) περικεκαλυμμένως covertly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”